Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Λατέρνα, φτώχεια και δημοσιογραφικό φιλότιμο


Δημοσιευμένο στις 29 Αυγ 2011 | ΠΑΝΔΩΡΙΚΩΣ | Συντάκτης: Κώστας Βαξεβάνης



Τα δείγματα τις τελευταίες μέρες είναι κατά διαβολική σύμπτωση πολλά, αν και δεν είναι απαραίτητα για να καταλάβουμε πώς δεν βρέχει. Μας φτύνουν.

Η πρώτη μπόρα ξεκίνησε όταν ο υπουργός κύριος Μόσιαλος ανακοίνωσε πώς καταργούνται επιτέλους τα μυστικά κονδύλια στη Γενική Γραμματεία Τύπου. Τα κονδύλια δηλαδή που χρηματοδοτούσαν Μέσα Ενημέρωσης και δημοσιογράφους για «εθνικούς» λόγους. Ποιοί ήταν αυτοί οι «εθνικοί» λόγοι, και βέβαια ποιοί ήταν οι σύγχρονοι εθνοσωτήρες με την εγγύηση του Δημοσίου; Ουδείς απάντησε και τα συλλογικά όργανα των δημοσιογράφων δεν ρώτησαν.

Βεβαίως οι μυστικές επιδοτήσεις Εθνικής σωτηρίας (όλα τα λεφτά για όλα τα κιλά «πατριωτισμού» που θα λέγανε και οι επιδοτούμενοι αγρότες), δεν είναι ούτε το μόνο ούτε το πιο σοβαρό πρόβλημα. Τα φανερά κονδύλια που επιδοτούν τους δημοσιογράφους σε γραφεία Τύπου, Γραμματείες, και ευαγή ιδρύματα, είναι ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα. Όπως σωστά λέει η αμερικανική Πρεσβεία σε μία έκθεση της για τα ελληνικά ΜΜΕ, κακοπληρωμένοι δημοσιογράφοι εξασφαλίζουν δεύτερο μισθό δουλεύοντας σε γραφεία Τύπου υπουργείων τα οποία ταυτόχρονα μπορεί να καλύπτουν δημοσιογραφικά. Τα βλέπουν μέχρι και οι Αμερικανοί αλλά όχι η ΕΣΗΕΑ. Με το πρόσχημα της εξασφάλισης ενός επιπλέον μεροκάματου, οι δημοσιογράφοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους (δημοσιογραφικές;) σε γραφεία Τύπου, την ίδια την Γενική Γραμματεία Τύπου ακόμη και εταιρείες, προσφέροντας ουσιαστικά τον εαυτό τους και το λειτούργημα όμηρο σε ένα διαβρωμένο πολιτικό σύστημα. Και το υπηρετούν διακομματικά και συνήθως σιωπηλά. Το έχω ξαναγράψει.Το πρόβλημα στην δημοσιογραφία δεν είναι ο άμεσος χρηματισμός, αλλά ο εκμαυλισμός και η διολίσθηση στη λογική πώς δεν έγινε και τίποτα τραγικό. Δυστυχώς το τραγικό το ζούμε ήδη.

Το δεύτερο περιστατικό είχε να κάνει με τις αποκαλύψεις του wikileaks από τα τηλεγραφήματα της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, όπου γίνεται μία ανάλυση για τον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα. Ανάμεσα στα άλλα (σωστά πρέπει να ομολογήσω) που γράφονται από τους αναλυτές της Πρεσβείας για τα ΜΜΕ της χώρας, υπάρχει και η αποκάλυψη πώς η αμερικανική πρεσβεία χορηγεί ποσά σε σχολές δημοσιογραφίας για να δημιουργηθεί μία γενιά δημοσιογράφων με άλλη αντίληψη για την πολιτική των ΗΠΑ. Σε άλλο τηλεγράφημα, ένας από τους γνωστούς έλληνες δημοσιογράφους εμφανίζεται ως επιτυχής διαμορφωτής της κοινής γνώμης υπέρ των αμερικανικών θέσεων. Δικαίωμα του θα πει κάποιος να έχει ο,τι θέσεις θέλει.Συμφωνώ, αλλά εμφανίζεται η εκπομπή του να παίρνει έγκριση και να μοντάρεται με την σύμφωνη γνώμη των αμερικανών στην Πρεσβεία. Δεν πιστεύω σε θεωρίες με πράκτορες. Υπάρχει όμως και πάλι ένα γεγονός αν ισχύουν όλα αυτά. Ένα κομμάτι των ελλήνων δημοσιογράφων, προάγει σκανδαλωδώς θέσεις ξένων πρεσβειών, έχει προνομιακή σχέση πληροφόρησης από αυτούς, χτίζει με τον τρόπο αυτό προφίλ εγκυρότητας και στη συνέχεια ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της δημοσιογραφίας και της πολιτικής για να επιστρέψει στη συνέχεια την χάρη φαντάζομαι. Όλη αυτή η διαδικασία υποταγής και αμοραλισμού, στη γλώσσα της συναλλαγής, ονομάζεται απενοχοποιητικά λομπισμός και δημόσιες σχέσεις.

Το τρίτο δείγμα είναι ακόμη πιο σοβαρό. Στην εισαγγελία της Αθήνας υπάρχουν σοβαρά στοιχεία, πώς οι υποκλοπές του 2004, με θύματα τον πρωθυπουργό της χώρας, υπουργούς αλλά και πολίτες (συμπεριλαμβάνομαι αλλά αυτό δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία), έγιναν από την αμερικανική πρεσβεία. Αριθμοί τηλεφώνων που λειτούργησαν ως τηλέφωνα σκιές που προωθούσαν τις συνομιλίες για καταγραφή, ανήκαν και χρησιμοποιήθηκαν από την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Είναι άγνωστο πού θα βγάλει αυτή η έρευνα του εισαγγελέα. Αλλά όταν υπάρχει ένα τέτοιο δεδομένο σε εισαγγελικό φάκελο, αυτό λέγεται είδηση. Που φαντάζομαι δεν είδατε σχεδόν πουθενά.

Η δημοσιογραφία, δεν παίζει το ρόλο της. Αυτή η κοινότοπη διαπίστωση, δυστυχώς θα ξεχαστεί από εμάς τους δημοσιογράφους τώρα που το ντόμινο της πτώσης των παραδοσιακών μέσων Ενημέρωσης θα παρασύρει πολλούς από τον κλάδο στην ανεργία και ίσως στην εξαθλίωση. Γι αυτό που συμβαίνει, ευθύνη δεν έχουν κάποια άψυχα στατιστικά αλλά εμείς που χάσαμε την ψυχή μας. Κάναμε τη δημοσιογραφία λατέρνα που έπαιζε τον σκοπό αυτού που πλήρωνε, και θα ζήσουμε τη φτώχεια των ιδεών και της τσέπης μας. Ζητείται τουλάχιστον αυτή τη στιγμή δημοσιογραφικό φιλότιμο.

STEVE JOBS "Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΚΟΙΝΗ ΜΑΣ ΜΟΙΡΑ"


STEVE JOBS "Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΚΟΙΝΗ ΜΑΣ ΜΟΙΡΑ"

Η ομιλία-μάθημα ζωής του Steve Jobs στους αποφοίτους του Stanford («You,ve got to find what you love») το 2005 ....

"Είναι μεγάλη μου τιμή να βρίσκομαι μαζί σας στην τελετή αποφοίτησής σας από ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Δεν πήρα ποτέ πανεπιστημιακό πτυχίο. Για να πούμε την αλήθεια, τούτη δω η μέρα είναι ότι κοντινότερο σε αποφοίτηση έχω ζήσει. Έτσι είναι, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας τρεις ιστορίες. Η πρώτη ιστορία μιλάει για διαδρομές Εγκατέλειψα το κολέγιο του Ριντ στο πρώτο μου εξάμηνο, αλλά τριγυρνούσα στους χώρους του άλλο ενάμισι χρόνο, πριν τα παρατήσω για τα καλά. Λοιπόν, γιατί τα παράτησα; Όλα ξεκίνησαν πριν καν γεννηθώ... Η πραγματική μου μητέρα ήταν μια νεαρή, ανύπαντρη απόφοιτος κολεγίου, που αποφάσισε να με δώσει για υιοθεσία. Η μεγαλύτερη επιθυμία της ήταν να με υιοθετήσει ένα ζευγάρι πανεπιστημιακής μόρφωσης και κανόνισε τα πάντα ώστε μόλις γεννηθώ να με υιοθετήσει ένας δικηγόρος και η σύζυγός του. Το πρόβλημα ήταν πως μόλις ξεπρόβαλα, εκείνοι αποφάσισαν πως προτιμούσαν ένα κορίτσι. Έτσι οι γονείς μου, που ήταν καταγεγραμμένοι σε ένα είδος «λίστας αναμονής» δέχτηκαν ένα τηλεφώνημα μες στο βράδυ, που τους ανακοίνωσε: «ξαφνικά βρέθηκε ένα αγοράκι· το θέλετε;» «Φυσικά», απάντησαν. Αλλά η βιολογική μου μητέρα ανακάλυψε πως η θετή μου μητέρα μου δεν είχε πάει ποτέ στο κολέγιο κι ο θετός μου πατέρας μου δεν είχε καν αποφοιτήσει από το λύκειο. Κι αρνήθηκε να υπογράψει τα χαρτιά της υιοθεσίας. Υποχώρησε μόνο μετά από κάμποσους μήνες, όταν οι γονείς μου της υποσχέθηκαν πως κάποια μέρα θα πήγαινα στο κολέγιο. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, έτσι κι έγινε. Αλλά επέλεξα αφελώς ένα κολέγιο πανάκριβο, σχεδόν σαν το Στάνφορντ, πράγμα που σήμαινε πως σχεδόν όλες οι οικονομίες των σκληρά εργαζόμενων γονιών μου θα πήγαιναν στα δίδακτρα. Μέσα σε έξι μήνες δεν έβλεπα καμιά χρησιμότητα σ, αυτό. Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου και το κολέγιο δεν μου έδινε κανένα μπούσουλα για να το βρω. Επιπλέον, ξόδευα τις οικονομίες μιας ζωής των γονιών μου. Αποφάσισα λοιπόν να τα παρατήσω, ελπίζοντας πως όλα θα πήγαιναν κατ, ευχήν. Εκείνη την εποχή ήμουν στ, αλήθεια φοβισμένος, αλλά τώρα ξέρω πως αυτή ήταν μια από τις καλύτερες αποφάσεις που πήρα ποτέ μου. Από τη στιγμή που εγκατέλειψα τις σπουδές μου έπαψα να γράφομαι σε ένα σωρό προαπαιτούμενα μαθήματα που δεν με ενδιέφεραν και παρακολουθούσα ως ελεύθερος ακροατής μόνο εκείνα που μου άρεσαν. Δεν ήταν βέβαια όλα τόσο υπέροχα: δεν δικαιούμουν δωμάτιο στην εστία κι έτσι κοιμόμουν «στρωματσάδα» σε δωμάτια φίλων μου· για να φάω μάζευα άδεια μπουκάλια κόκα κόλα για 5 σεντς το ένα και για να έχω τουλάχιστο ένα αξιοπρεπές γεύμα τη βδομάδα χρειαζόταν να περπατάω κάθε Κυριακή βράδυ 7 χιλιόμετρα, μέχρι το ναό των «χάρε κρίσνα». Αλλά περνούσα καλά. Κι ένα σωρό από όσα γνώρισα ακολουθώντας τη διαίσθησή μου και προσπαθώντας να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, αποδείχτηκαν ανεκτίμητα στο μέλλον. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα: Εκείνη την εποχή το «Ριντ» είχε ίσως ένα από τα καλύτερα μαθήματα καλλιγραφίας στη χώρα. Παντού στο κάμπους έβλεπες θαυμάσια καλλίγραφα πόστερ, πινακίδες και σχέδια. Καθώς είχα εγκαταλείψει τις σπουδές μου και δεν ήμουν υποχρεωμένος να παρακολουθήσω κάποιο μάθημα, αποφάσισαν να πάω να παρακολουθήσω καλλιγραφία, για να δω πώς κατάφερναν αυτά τα θαύματα. Έμαθα έτσι για τις γραμματοσειρές «σέριφ» και «σανς σέριφ», για τις αποστάσεις μεταξύ γραμμάτων -ανάλογα με τα γράμματα- ό,τι κάνει υπέροχη την τυπογραφία. Ήταν ένα θαυμάσιο μάθημα, γεμάτο ιστορία, καλλιτεχνία και καλαισθησία, που πραγματικά με συνεπήρε. Ούτε μου περνούσε από το μυαλό πως όλα τούτα θα μου χρησίμευαν κάποια μέρα στη ζωή μου. Δέκα χρόνια αργότερα όμως, όταν σχεδιάζαμε τον πρώτο υπολογιστή «Μάκιντος» ξαναθυμήθηκα εκείνο το μάθημα. Και χρησιμοποιήσαμε στο Μακ όλα όσα είχα μάθει. Εκείνος ήταν ο πρώτος υπολογιστής που διέθετε καλλιγραφία. Αν δεν είχα παρακολουθήσει εκείνο το συγκεκριμένο μάθημα, οι Μάκιντος δεν θα είχαν ποτέ πολλές γραμματοσειρές ή μεγέθη γραμμάτων. Κι αφού το μόνο που έκαναν τα «ουίντοους» ήταν να αντιγράψουν τα Μακ, μάλλον αυτά δεν θα υπήρχαν σε κανένα υπολογιστή. Κι αν δεν τα είχα παρατήσει, δεν θα είχα παρακολουθήσει ποτέ μου εκείνο το μάθημα καλλιγραφίας κι οι υπολογιστές δεν θα πρόσφεραν τις δυνατότητες καλλιγραφίας που προσφέρουν σήμερα. Φυσικά ήταν αδύνατο να τα προβλέψω όλα αυτά όταν ήμουν στο κολέγιο. Δέκα χρόνια αργότερα όμως, ήταν όλα πολύ-πολύ ξεκάθαρα. Θέλω να πω, ποτέ δεν γίνεται να προβλέψεις την πορεία σου. Για να την εκτιμήσεις, θα πρέπει να την κοιτάξεις προς τα πίσω. Χρειάζεται λοιπόν να εμπιστευτείτε πως όλα τα βήματά σας, πως με κάποιο τρόπο σας οδηγούν στο μέλλον σας. Πρέπει να εμπιστευθείτε κάτι -ή κάποιον: το ένστικτό σας, τη μοίρα, το κάρμα, τη ζωή, δεν έχει σημασία. Αυτή η άποψη ποτέ δεν με απογοήτευσε και καθόρισε τη ζωή μου.
Η δεύτερη ιστορία μου μιλάει για αγάπη και απώλειες Ήμουν τυχερός: βρήκα τι μου άρεσε νωρίς στη ζωή μου. Ο Ουοζ (Wozniak) κι εγώ ξεκινήσαμε την «άπλ» στο γκαράζ των γονιών μου, όταν ήμουν είκοσι χρονών. Δουλέψαμε σκληρά και δέκα χρόνια αργότερα η «απλ» δεν ήταν πια οι δυο μας κι ένα γκαράζ, αλλά μια εταιρία αξίας άνω των 2 δις δολαρίων, με πάνω από 4,000 εργαζόμενους. Ένα χρόνο νωρίτερα, με το που έκλεινα τα 30, είχαμε ρίξει στην αγορά την πιο ωραία μας δημιουργία -τον «Μάκιντος». Και μετά απολύθηκα. Πώς μπορεί κάποιος να απολυθεί από μια εταιρία που ίδρυσε; Να, καθώς μεγάλωνε η «απλ» σκέφτηκα να προσλάβω κάποιον ταλαντούχο μάνατζερ για να διοικούμε μαζί την εταιρία και πράγματι, για κανά χρόνο όλα πήγαιναν πρίμα. Μετά όμως, οι απόψεις μας για το μέλλον άρχισαν να διαφοροποιούνται και στο τέλος τσακωθήκαμε. Όταν έγινε αυτό, το διοικητικό συμβούλιο πήγε με το μέρος του. Έτσι λοιπόν, στα 30 μου, βρέθηκα έξω από την εταιρία, και μάλιστα με πολύ δημόσιο τρόπο. Ο σκοπός ολόκληρης σχεδόν της ενήλικης ζωής μου είχε πια χαθεί, κι αυτό ήταν τόσο επώδυνο. Για αρκετούς μήνες δεν είχα ιδέα τι να κάνω. Αισθανόμουν πως είχα απογοητεύσει τους συνεργάτες μου, πως η σκυτάλη μού είχε γλιστρήσει από τα χέρια, μόλις μου την παρέδωσαν. Συναντήθηκα με τον Ντέιβιντ Πάκαρντ (David Packard) και τον Μπομπ Νόις (Bob Noyce) προσπαθώντας να απολογηθώ για το πώς τα ,χα καταστρέψει όλα με τέτοιο τρόπο. Ήμουν μια πασίγνωστη αποτυχία και μου πέρασε από το μυαλό να εγκαταλείψω την κοιλάδα. Σιγά σιγά όμως, μια αίσθηση γεννήθηκε μέσα μου: εξακολουθούσα να αγαπάω τη δουλειά μου. Ότι κι αν είχε συμβεί στην «απλ», αυτό δεν είχε πειραχτεί, ούτε κατ, ελάχιστο. Με είχαν απορρίψει, ήμουν όμως ακόμα ερωτευμένος. Έτσι αποφάσισα να ξαναρχίσω από την αρχή. Τότε δεν το καταλάβαινα, αλλά η απόλυσή μου από την «απλ» ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου είχε συμβεί. Η βαρύτητα της επιτυχίας αντικαταστάθηκε από την ελαφρότητα να είμαι ξανά αρχάριος, αβέβαιος για τα πάντα. Απελευθερώθηκα και μπήκα σε μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής μου. Την επόμενη πενταετία ξεκίνησα μια εταιρία που τη λέγαν «νεξτ», μια άλλη που τη λέγαν «πίξαρ» κι ερωτεύτηκα μια υπέροχη γυναίκα που έγινε σύζυγός μου. Με την «πίξαρ» -που είναι σήμερα μια από τις πιο πετυχημένες εταιρίες κινηματογραφικής παραγωγής του κόσμου- δημιουργήσαμε την πρώτη ταινία ψηφιακής κίνησης στην ιστορία του κινηματογράφου, το «τόι στόρι». Τα γεγονότα πήραν απροσδόκητη τροπή όταν η «απλ» αγόρασε την «νεξτ» και ξαναβρέθηκα στην «απλ», ενώ η τεχνολογία που είχαμε αναπτύξει στη «νεξτ» βρέθηκε στην καρδιά της σημερινής αναγέννησης της «απλ». Και με τη Λορέν (Laurene) δημιουργήσαμε μια θαυμάσια οικογένεια. Είμαι βέβαιος πως τίποτα από αυτά δεν θα είχε γίνει αν δεν είχα απολυθεί από την «απλ». Η γεύση του φάρμακου ήταν απαίσια, πιστεύω όμως πως το χρειαζόμουν. Υπάρχουν φορές που η ζωή σε χτυπάει κατακέφαλα. Μην χάνετε την πίστη σας. Είμαι πεπεισμένος πως το μόνο που μου έδωσε δύναμη να συνεχίσω ήταν πως αγαπούσα αυτό που έκανα. Πρέπει να βρεις τι και ποιος σου αρέσει. Αυτό είναι αλήθεια στη δουλειά και στον έρωτα. Ένα μεγάλο τμήμα της ζωής σας θα αφιερωθεί στην εργασία σας και ο μόνος τρόπος για να είστε ικανοποιημένοι είναι να θεωρείτε πως κάνετε υπέροχη δουλειά. Κι ο μόνος τρόπος να κάνετε υπέροχη δουλειά είναι να αγαπάτε ότι κάνετε. Αν δεν το έχετε βρει ακόμα, συνεχίστε να ψάχνετε. Μην βολεύεστε. Όπως συμβαίνει και στον αισθηματικό τομέα, όταν έρθει, θα το καταλάβετε. Κι όπως σε κάθε σπουδαία σχέση, θα γίνεται καλύτερο όσο περνάει ο χρόνος. Συνεχίστε λοιπόν να ψάχνετε, μέχρι να το βρείτε. Μην τα παρατάτε. Η τρίτη ιστορία μου αφορά το θάνατο. Όταν ήμουν 17, διάβασα κάτι σαν «να ζεις την κάθε μέρα σου σαν να είναι η τελευταία». Αυτό μου έκανε εντύπωση κι από τότε, για 33 ολόκληρα χρόνια, κάθε πρωί κοιτάζομαι στον καθρέφτη και ρωτάω τον εαυτό μου: «αν αυτή ήταν η τελευταία ημέρα της ζωής σου, θα έκανες αυτό που ετοιμάζεσαι να κάνεις σήμερα;». Όποτε η απάντηση ήταν «όχι» για πολύ καιρό, ήξερα πως κάτι έπρεπε να αλλάξω. Το να θυμάμαι πάντα πως σύντομα θα πεθάνω, ήταν η καλύτερη βοήθεια για να παίρνω τις σωστές αποφάσεις στη ζωή μου. Όλα τα υπόλοιπα -οι εξωτερικές προσδοκίες, η υπερηφάνεια, ο φόβος της γελοιοποίησης ή της αποτυχίας- όλα εξαερώνονται μόλις βρεθούν απέναντι στο θάνατο: το μόνο που απομένει είναι το πραγματικά σημαντικό. Το να θυμάστε πως θα πεθάνετε είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να αποφύγετε την παγίδα να νομίζετε πως έχετε κάτι να χάσετε. Είστε ήδη γυμνοί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ακολουθήσετε ότι σας λέει η καρδιά σας. Εδώ κι ένα χρόνο, μου διαγνώσανε καρκίνο. Πέρασα από εξέταση στις 7:30 το πρωί κι ένας όγκος φάνηκε ξεκάθαρος στο πάγκρεας. Δεν είχα ιδέα τι είναι το πάγκρεας. Οι γιατροί με ενημέρωσαν πως ήταν μία μη ιάσιμη μορφή καρκίνου και πως δεν θα ζούσα παραπάνω από τρεις με έξι μήνες. Ο γιατρός μου με συμβούλεψε να πάω σπίτι και «να τακτοποιήσω τις εκκρεμότητές» μου, πράγμα που είναι ένας ευφημισμός των γιατρών για το προετοιμάσου να πεθάνεις. Σημαίνει: προσπάθησε να πεις σε λίγους μήνες όλα όσα ήθελες να πεις στα παιδιά σου σε δέκα χρόνια. Σημαίνει πως πρέπει να βεβαιωθείς πως όλα είναι εντάξει για να έχει η οικογένειά σου όσο το δυνατό λιγότερους μπελάδες. Σημαίνει: κάνε τους αποχαιρετισμούς σου. Έζησα με αυτή τη διάγνωση όλη τη μέρα. Αργά το απόγευμα μου έκαναν μια βιοψία, που γίνεται με ένα σωλήνα που περνάει από το λαιμό σου στο στομάχι και στα έντερα κι από εκεί μια βελόνα παίρνει λίγα κύτταρα από το πάγκρεας. Ήμουν ναρκωμένος, αλλά η γυναίκα μου, που ήταν παρούσα, μου διηγήθηκε αργότερα πως όταν οι γιατροί πήραν τα κύτταρα και τα έβαλαν στο μικροσκόπιο άρχισαν να αλαλάζουν, γιατί όπως αποδείχτηκε είχα μια πολύ σπάνια μορφή καρκίνου του παγκρέατος που ήταν ιάσιμη με εγχείρηση. Έκανα την εγχείρηση και τώρα είμαι μια χαρά. Δεν έχω ποτέ φτάσει πιο κοντά στο θάνατο, κι ελπίζω να μην φτάσω ποτέ μου κοντύτερα για μερικές δεκαετίες ακόμα. Έχοντας όμως βιώσει αυτήν την εμπειρία, μπορώ να σας πω κάτι, με λίγο περισσότερη βεβαιότητα από εκείνους για τους οποίους ο θάνατος είναι μια αφηρημένη μόνο έννοια: κανείς δεν θέλει να πεθάνει. Ακόμα κι όσοι περιμένουν να πάνε στο παράδεισο, θέλουν να φτάσουν εκεί χωρίς να πεθάνουν. Κι όμως, ο θάνατος είναι η μόνη κοινή μας μοίρα.
Κανείς δεν του ξέφυγε. Κι έτσι πρέπει να είναι· ο θάνατος είναι μάλλον η καλύτερη εφεύρεση της ζωής. Είναι ο παράγοντας που διαιωνίζει τη ζωή. Ξεκαθαρίζει το παλιό και κάνει χώρο για το καινούργιο. Το νέο τώρα είστε εσείς, αλλά κάποια μέρα, όχι πολύ μακριά από σήμερα, θα γίνετε οι γέροι που προορίζονται να φύγουν. Συγγνώμη για τον τόνο μου, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Δεν έχετε πολύ χρόνο, μην τον σπαταλήσετε λοιπόν ζώντας τις ζωές κάποιων άλλων. Μην αιχμαλωτιστείτε από το δόγμα που λέει να ζείτε σύμφωνα με το τι νομίζουν οι άλλοι. Μην αφήνετε τη γνώμη των άλλων να πνίξει την εσωτερική σας φωνή. Και -το σημαντικότερο- να έχετε το θάρρος να ακούτε την καρδιά και τη διαίσθησή σας. Αυτά με κάποιο τρόπο ξέρουν ήδη τι θέλετε στα, αλήθεια να γίνετε. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Όταν ήμουν νέος, υπήρχε μια φανταστική έκδοση που λεγόταν «ο κατάλογος όλης της Γης» που υπήρξε μία από της «Βίβλους» της γενιάς μου. Την εξέδιδε και της έδωσε ζωή ένας τύπος που τον λέγαν Στιούαρτ Μπραντ (Stewart Brand) και που ζούσε όχι μακριά από εδώ, στο Μένλο Παρκ. Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του ,60, πριν τους προσωπικούς υπολογιστές και τα επιτραπέζια εκδοτικά συστήματα, κι όλα έπρεπε να γίνουν με γραφομηχανές, ψαλίδια και μηχανές πολαρόιντ. Ήταν ένα είδος έντυπου «γκουγκλ», 35 χρόνια πριν βγει το γκουγκλ στο διαδίκτυο: ήταν ιδεαλιστικό, πλημμυρισμένο από γνώσεις και κόλπα. Ο Στιούαρτ κι οι συνεργάτες του έβγαλαν αρκετά τεύχη του «κατάλογου όλης της Γης» κι όταν φάνηκε πως ξεπερνιόταν, έβγαλαν ένα τελευταίο τεύχος. Είχαμε φτάσει στα μέσα της δεκαετίας του ,70 κι ήμουν στην ηλικία σας. Στο οπισθόφυλλο του τελευταίου τεύχους υπήρχε μια φωτογραφία ενός αγροτικού δρόμου την αυγή, του είδους που κάποτε θα βρεθείτε να κάνετε οτοστόπ, αν είστε αρκετά περιπετειώδεις. Από κάτω έγραφε: «μείνετε αχόρταγοι· μείνετε τρελαμένοι». Ήταν το αποχαιρετιστήριο μήνυμά του: μείνετε αχόρταγοι· μείνετε τρελαμένοι. Αυτό ευχόμουν πάντα για τον εαυτό μου. Αυτό εύχομαι και για σας σήμερα. Μείνετε αχόρταγοι μείνετε τρελαμένοι.

Posted by Άνεργοι Δημοσιογράφοι

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Μέχρι τη νίκη

Hasta siempre - Natalie Cardone