Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Κινηματογράφος: Οι ταινίες της εβδομάδας (Trailer) - 902.gr

Κινηματογράφος: Οι ταινίες της εβδομάδας (Trailer) - 902.gr


Πτωχή, πτωχότατη η πλουσιοπάροχα ποταπή χολιγουντιανή βδομάδα! Εξαίρεση φυσικά η περιορισμένης διανομής «ΑΠΕΡΓΙΑ» του μέγιστου πιονέρου του σύγχρονου κινηματογράφου, Σεργκέι Αϊζενστάιν, σε επανέκδοση από τη New Star καθώς και το σουηδικό μουσικό ντοκιμαντέρ «ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ SUGAR MAN»…
Η «ΑΠΕΡΓΙΑ» -πρώτη, μεγάλου μήκους, βωβή, ταινία του πιονιέρου του σύγχρονου κινηματογράφου Σεργκέι Αϊζενστάιν- άφησε παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα μια χούφτα ταινίες που στο διηνεκές, θα κατατάσσονται μεταξύ των ύψιστων αισθητικών επιτευγμάτων του σινεμά - συνιστά ένα διακριτό πολιτικό φιλμ, από πλευράς Ιστορίας, Αισθητικής και Θεωρίας. Στόχος –θεωρητικός και πρακτικός– ο έλεγχος των ψυχικών και πνευματικών διαδικασιών στο θεατή, με τρόπο που η επίδραση της ταινίας να ταυτίζεται με το στόχο που ο σκηνοθέτης προκαθόρισε, στόχος που με τη σειρά του, ταυτίζεται με την αναγκαιότητα της επανάστασης και την εδραίωσή της στις συνειδήσεις των εργατικών, φτωχών λαϊκών στρωμάτων της αχανούς χώρας των μπολσεβίκων!

Καταγγελία των νεοσύλλεκτων φαντάρων του Κέντρου Εκπαίδευσης Πυροβολικού - 902.gr

Καταγγελία των νεοσύλλεκτων φαντάρων του Κέντρου Εκπαίδευσης Πυροβολικού - 902.gr

Τους νεοσύλλεκτους περίμενε μια«πιλοτική» έκπληξη. Σε ολόκληρο το στρατόπεδο λειτουργούν ιδιωτικά κυλικείαμε ισχύ από την ΣΤ ΕΣΣΟ 2013 και πιλοτικά για το ΚΕΠΒ. Η λειτουργία των ιδιωτικών κυλικείων συνοδεύτηκε από το κλείσιμο όλων των ΚΨΜ και των αυτόματων πωλητών χαμηλών τιμών. Μοναδική πηγή τροφοδοσίας αποτελεί το ιδιωτικό κυλικείο γνωστής αλυσίδας που δραστηριοποιείται στον τομέα του επισιτισμού. Σύμφωνα μάλιστα με τις υποδείξεις του υπουργείου, ο διαγωνισμός γίνεται με βάση την πλειοδότηση στο ενοίκιο και όχι τη μειοδότηση στις τιμές. Όπως είναι εμφανές, οι τιμές σε τίποτα δε θυμίζουν ΚΨΜ: Καφές1,50 ευρώ, κρουασάν 1,20 ευρώ κτλ.

Σαράντα χρόνια έντεχνο!


Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013 στη Σουΐτα Αρτ Καφέ: 40 χρόνια.. έντεχνο! Αγαπημένα τραγούδια από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Τραγούδια που μιλάνε απευθείας στην ψυχή. Από τους μεγάλους μας συνθέτες μέχρι τους σύγχρονους τραγουδοποιούς. Ένα τρίωρο μουσικό πρόγραμμα με τους Βασίλη Αναγνώστου (κιθάρα, φωνή), Τζίνα Νταβάρα (φωνή) και Ερνέστο Λούκα (κιθάρα, φλογέρες).

Εμμανουήλ Κριαράς: Οι νέοι να μην φεύγουν στο εξωτερικό, να επιμένουν και να υπομένουν - κοινωνία - Το Βήμα Online

Εμμανουήλ Κριαράς: Οι νέοι να μην φεύγουν στο εξωτερικό, να επιμένουν και να υπομένουν - κοινωνία - Το Βήμα Online

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Αυτός που σωπαίνει













Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…
Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…
Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ του κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια
Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς; 
Πές μου!
Γιατί ᾔρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν; 
Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…
Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…
Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…


Τάσος Λειβαδίτης

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Λειβαδίτης: Αλλά τα βράδια


Με αφορμή τα 25 χρόνια από το θάνατο του ποιητή, διαβάζουμε μερικά από τα γραπτά του



ΑΛΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ
Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα,
δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σαν σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.


Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν
κι αλλού και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Καθώς μένω στο δωμάτιό μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί,
σαν ένα τραγούδι,
που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου…


ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1 [ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]
Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
καλούσε βοήθεια.

O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιωτών
την πικρή θέληση να ζήσουν!

Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις -έφυγε η ζωή.
Οι φίλοι είχαν χαθεί
κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι
απ’ το μίσος σου…

… και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
από τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
παιδικές ευπιστίες…

Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
των αγέννητων παιδιών…
και σμίγουν και χωρίζουν
οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.

Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…

Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ’ το βάθος των περασμένων.

… Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των
Xριστουγέννων…

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου…

Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια
της την αρνήθηκαν.

Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πια
να μας προδώσουν…

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων…


ΚΑΝΤΑΤΑ
Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της.

Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
-ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.

Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ)
Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν -όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε,
με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα -αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί.

Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό -
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα -στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.


Τάσος Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922-30 Οκτωβρίου 1988): Σημαντικός έλληνας ποιητής. Το πρώτο του ποίημα που δημοσιεύτηκε ήταν Το Τραγούδι του Χατζηδημήτρη, το 1946. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην Άκρη της Νύχτας. Εργάστηκε ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή (1954-1980). Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών, για βιοποριστικούς λόγους, μετέφραζε ή διασκεύαζε λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης, με το ψευδώνυμο Pόκκος. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, όπως το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του, Φυσάει στα Σταυροδρόμια του Κόσμου) και το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του, Συμφωνία αρ.1) κ.ά. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο Χειρόγραφα του Φθινοπώρου.

DOC TV 31.10.2013

Ρίτσος: «Ίσως να ’ναι κι έτσι»

Με αφορμή τα 23 χρόνια από το θάνατο του πολυβραβευμένου ποιητή, διαβάζουμε αποσπάσματα από το έργο του


ΟΣΟ ΠΕΡΝΑΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΤΟΣΟ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ ΜΑΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΝΤΑΙ Ο ΕΝΑΣ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους -σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.


ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ, ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥΣ, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σαν να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας.

ΟΠΩΣ ΑΛΛΩΣΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ. Οι όμορφες εκείνες μονοκατοικίες με τις γύψινες γιρλάντες, με τους καπνοδόχους, τ’ ανθέμια, τους κήπους, τα πηγάδια, καθεμιά τους με το δικό της γούστο, τη δική της φυσιογνωμία, απορία ή και αδεξιότητα, δόθηκαν με αντιπαροχή κι υψώθηκαν τα πολυώροφα, μονότονα, απρόσωπα, τσιμεντένια κουτιά, κρύβοντας τον Παρθενώνα, τον Αϊ-Γιώργη του Λυκαβηττού, σφαγιάζοντας τα δεντράκια μας, πιπεριές, μουριές, γαζίες, τις παιδικές μας αναμνήσεις, τους χαρταϊτούς, τα σκοινιά της μπουγάδας, τ’ αστέρια, τις ξιπόλητες ποδοσφαιρικές ομάδες, τις βραδινές κουβεντούλες από παράθυρο σε παράθυρο, από αυλή σε αυλή με τις μυρωδιές του βασιλικού και του δυόσμου, με τον μητρικό νουθετικό ουρανό, με το φεγγαράκι μια φέτα δροσερό…

Ω, ΠΑΝΕ, ΠΑΝΕ ΚΑΙ ΤΑ ΠΛΑΝΟΔΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ, παγοπώλες, γιαουρτάδες, γαλατάδες, ομπρελάδες, γανωτζήδες, παπλωματάδες, τροχιστές, καρεκλάδες, ιχθυοπώλες, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους ή τα χειραμάξια τους και μοσκοβόλαγαν οι γειτονιές ροδάκινα, ντομάτες, αχλάδια και τριαντάφυλλα κι οι κότες κακάριζαν θριαμβευτικά, δοξάζοντας κάτι άγνωστο και οικείο, λευκό και σφαιρικό κι αδιαμφισβήτητο, κι ούτε χρειάζονταν καν ξυπνητήρια ή ρολόγια, γιατί, απ’ τη μια τ’ αστέρια, απ’ την άλλη τα κοκόρια, είχαν αναλάβει τη χρονική και μετεωρολογική μας ενημέρωση, με ακρίβεια και με κάποια εύθυμη πονηρία, κάπως διφορούμενη.

ΚΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΡΙΜΩΧΤΗΚΑΝΕ ΦΑΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΦΑΜΙΛΙΕΣ μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων…

ΚΙ ΟΧΙ ΝΑ ΠΕΙΣ ΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ -λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια- μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) -άνθρωποι επαρκώς ενημερωμένοι, πολύ παρόντες (εδώ και σήμερα), κι εντελώς απόντες απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους…


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου, Ίσως Να ‘Ναι κι Έτσι, εκδ. Κέδρος

Γιάννης Ρίτσος (1 Μαΐου 1909-11 Νοεμβρίου 1990): Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα, μελέτες, μεταφράσεις, χρονογραφήματα. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ, το οποίο δεν πήρε, διότι θεωρήθηκε στρατευμένος ποιητής (δηλαδή ήταν μέλος του ΚΚΕ). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίoυ Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Άλλα σημαντικά βραβεία που απέσπασε είναι το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης (Βέλγιο, 1972) και το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956).

DOC TV 11.11.2013