Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Λειβαδίτης: Αλλά τα βράδια


Με αφορμή τα 25 χρόνια από το θάνατο του ποιητή, διαβάζουμε μερικά από τα γραπτά του



ΑΛΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ
Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα,
δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σαν σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.


Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν
κι αλλού και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Καθώς μένω στο δωμάτιό μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί,
σαν ένα τραγούδι,
που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου…


ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1 [ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]
Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
καλούσε βοήθεια.

O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιωτών
την πικρή θέληση να ζήσουν!

Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις -έφυγε η ζωή.
Οι φίλοι είχαν χαθεί
κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι
απ’ το μίσος σου…

… και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
από τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
παιδικές ευπιστίες…

Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
των αγέννητων παιδιών…
και σμίγουν και χωρίζουν
οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.

Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…

Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ’ το βάθος των περασμένων.

… Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των
Xριστουγέννων…

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου…

Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια
της την αρνήθηκαν.

Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πια
να μας προδώσουν…

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων…


ΚΑΝΤΑΤΑ
Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της.

Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
-ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.

Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ)
Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν -όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε,
με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα -αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί.

Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό -
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα -στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.


Τάσος Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922-30 Οκτωβρίου 1988): Σημαντικός έλληνας ποιητής. Το πρώτο του ποίημα που δημοσιεύτηκε ήταν Το Τραγούδι του Χατζηδημήτρη, το 1946. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην Άκρη της Νύχτας. Εργάστηκε ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή (1954-1980). Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών, για βιοποριστικούς λόγους, μετέφραζε ή διασκεύαζε λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης, με το ψευδώνυμο Pόκκος. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, όπως το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του, Φυσάει στα Σταυροδρόμια του Κόσμου) και το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του, Συμφωνία αρ.1) κ.ά. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο Χειρόγραφα του Φθινοπώρου.

DOC TV 31.10.2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου